καραβίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραβίδα οι καραβίδες
      γενική της καραβίδας των καραβίδων
    αιτιατική την καραβίδα τις καραβίδες
     κλητική καραβίδα καραβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καραβίδα < ελληνιστική κοινή καραβίς, υποκοριστικό του κάραβος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραβίδα
Θαλάσσιες καραβίδες.

Ουσιαστικό

καραβίδα θηλυκό

  1. μαλακόστρακο ζώο του γλυκού νερού που μοιάζει με αστακό
  2. η θαλάσσια καραβίδα (Nephrops norvegicus)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.