αρθρόποδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρθρόποδο | τα | αρθρόποδα |
| γενική | του | αρθρόποδου | των | αρθρόποδων |
| αιτιατική | το | αρθρόποδο | τα | αρθρόποδα |
| κλητική | αρθρόποδο | αρθρόποδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
αρθρόποδα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.