καβούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καβούρι | τα | καβούρια |
| γενική | του | καβουριού | των | καβουριών |
| αιτιατική | το | καβούρι | τα | καβούρια |
| κλητική | καβούρι | καβούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *καβούριν < κάβουρος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈvu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βού‐ρι
Εκφράσεις
Παράγωγα
Συγγενικά
- Καβούρι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
καβούρι
|
Αναφορές
- καβούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.