καβούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβούρι τα καβούρια
      γενική του καβουριού των καβουριών
    αιτιατική το καβούρι τα καβούρια
     κλητική καβούρι καβούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *καβούριν < κάβουρος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈvu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καβούρι

Ουσιαστικό

καβούρι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • έχει καβούρια στην τσέπη του: για κάποιον τσιγκούνη, που δεν θέλει να βάλει το χέρι στην τσέπη και να πληρώσει

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.