καρεκλάδικα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καρεκλάδικα ουδέτερο

Σημειώσεις

  • ως νεανική αργκό, στον πληθυντικό, με τη λέξη καρεκλάδικα εννοούνται τα κομμάτια και τα τραγούδια της μουσικής ντίσκο, συνεπώς αυτό το είδος μουσικής
    αυτή ακούει όλο καρεκλάδικα, από ροκιές τίποτα απολύτως !
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.