Καρεκλάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καρεκλάς | οι | Καρεκλάδες |
| γενική | του | Καρεκλά | των | Καρεκλάδων |
| αιτιατική | τον | Καρεκλά | τους | Καρεκλάδες |
| κλητική | Καρεκλά | Καρεκλάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καρεκλάς < καρεκλάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾeˈklas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρε‐κλάς
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kareklas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.