ροκάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροκάς οι ροκάδες
      γενική του ροκά των ροκάδων
    αιτιατική τον ροκά τους ροκάδες
     κλητική ροκά ροκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροκάς < ροκ + -άς < αγγλική rock and roll < πρωτογερμανική *rukkōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ruk-néh₂- < *h₃runk-

Ουσιαστικό

ροκάς αρσενικό {θηλυκόροκού)

Συνώνυμα

  • ρόκερ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.