σκυλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκυλάς οι σκυλάδες
      γενική του σκυλά των σκυλάδων
    αιτιατική τον σκυλά τους σκυλάδες
     κλητική σκυλά σκυλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκυλάς < σκύλ(ος) + -άς

Ουσιαστικό

σκυλάς αρσενικό (θηλυκό: σκυλού)

  1. (οικείο) άτομο που έχει σκυλί
  2. (μειωτικό) αυτός που ακούει σκυλάδικα τραγούδια (θηλυκό σκυλού)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.