καρδινάλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδινάλιος οι καρδινάλιοι
      γενική του καρδινάλιου
& καρδιναλίου
των καρδινάλιων
& καρδιναλίων
    αιτιατική τον καρδινάλιο τους καρδινάλιους
& καρδιναλίους
     κλητική καρδινάλιε καρδινάλιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φορεσιά ενός καρδιναλίου.
Πουλί καρδινάλιος του γένους Cardinalis.

Ετυμολογία

καρδινάλιος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καρδινάλιος < μεσαιωνική λατινική cardinalis < λατινική cardo + -alis

Ουσιαστικό

καρδινάλιος αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) κληρικός της Καθολικής Εκκλησίας σε ανώτατη βαθμίδα. Από το σώμα των καρδιναλίων με εσωτερική ψηφοφορία εκλέγεται ο πάπας
  2. (πτηνό) πουλί της οικογένειας των Καρδιναλιδών (Cardinalidae)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.