καρδινάλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρδινάλιος | οι | καρδινάλιοι |
| γενική | του | καρδινάλιου & καρδιναλίου |
των | καρδινάλιων & καρδιναλίων |
| αιτιατική | τον | καρδινάλιο | τους | καρδινάλιους & καρδιναλίους |
| κλητική | καρδινάλιε | καρδινάλιοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φορεσιά ενός καρδιναλίου.
.jpg.webp)
Πουλί καρδινάλιος του γένους Cardinalis.
Ετυμολογία
- καρδινάλιος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καρδινάλιος < μεσαιωνική λατινική cardinalis < λατινική cardo + -alis
Ουσιαστικό
καρδινάλιος αρσενικό
Εκφράσεις
- ύφος χιλίων καρδιναλίων: για κάποιον που είναι ψηλομύτης και έχει υπεροπτικό ύφος
Μεταφράσεις
κληρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.