cardo

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cardo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker (στροφή), συγγενές με το (λατινικά) scurra και το (αρχαία ελληνική) κράδη

Ουσιαστικό

cardo αρσενικό

  1. μεντεσές (πόρτας ή πύλης)
  2. (μεταφορικά) σημείο καμπής, κρίσιμο σημείο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cardo cardinēs
γενική cardinis cardinum
δοτική cardinī cardinibus
αιτιατική cardinem cardinēs
κλητική cardo cardinēs
αφαιρετική cardine cardinibus
(γ' κλίση)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.