cardinal
Αγγλικά (en)
Επίθετο
cardinal (en) (επίσημο)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος
- the cardinal virtues - οι κύριες αρετές
Πολυλεκτικοί όροι
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cardinal | cardinals |
cardinal (en)
- (χριστιανισμός) ο καρδινάλιος
- (μαθηματικά) το απόλυτο αριθμητικό
- (πτηνό) καρδινάλιος, είδος πουλιού
- μια απόχρωση του κόκκινου
cardinal (χρώμα):
Γαλλικά (fr)
Αντώνυμοι
- (μαθηματικά) ordinal
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| cardinal | cardinaux |
cardinal (fr) αρσενικό
- (χριστιανισμός, πτηνό) ο καρδινάλιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.