καντήλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καντήλι | τα | καντήλια |
| γενική | του | καντηλιού | των | καντηλιών |
| αιτιατική | το | καντήλι | τα | καντήλια |
| κλητική | καντήλι | καντήλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- καντήλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καντήλι < καντήλιον, υποκοριστικό του καντήλα < λατινική candela
Ουσιαστικό
καντήλι ουδέτερο
- δοχείο που περιέχει λάδι, πάνω στο οποίο καίει κάποιο φιτίλι, και, συνήθως, τοποθετείται μπροστά από εικονίσματα για λόγους θρησκευτικής λατρείας
- ※ Το δωμάτιο φωτίζονταν από τη λάμπα και από το καντήλι μπροστά στο εικονοστάσι. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
Συγγενικά
- καντήλα
- καντηλάκι
- καντηλέρης
- καντηλέρι
- καντηλήθρα
- καντηλιάζω
- καντηλιέρης
- καντηλιέρι, καντηλέρι
Εκφράσεις
- κατεβάζω καντήλια: βρίζω, όντας έξαλλος από θυμό
- σώζεται/σβήνει το καντήλι/καντηλάκι (κάποιου): σε λίγο θα πεθάνει
- «του άναψαν τα καντήλια», εξοργίσθηκε, εξεμάνη.
Μεταφράσεις
καντήλι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.