καντηλανάφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καντηλανάφτης | οι | καντηλανάφτες |
| γενική | του | καντηλανάφτη | των | καντηλαναφτών |
| αιτιατική | τον | καντηλανάφτη | τους | καντηλανάφτες |
| κλητική | καντηλανάφτη | καντηλανάφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καντηλανάφτης < καντήλ(α) / [καντήλ(ι) + αναπ- (ανάβω) + -της, με μετατροπή του [pt] σε ft[1]
Ουσιαστικό
καντηλανάφτης αρσενικό (θηλυκό: καντηλανάφτισσα)
- κανδηλανάπτης
- καντηλανάπτης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καντηλανάφτης
Αναφορές
- καντηλανάφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.