γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός η γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή το γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητό
      γενική του γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητού της γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητής του γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητού
    αιτιατική τον γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητό τη γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή το γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητό
     κλητική γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητέ γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητοί οι γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητές τα γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητά
      γενική των γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητών των γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητών των γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητών
    αιτιατική τους γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητούς τις γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητές τα γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητά
     κλητική γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητοί γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητές γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός < γλυκός + μόλυβδος + καντήλι + πελεκητός

Επίθετο

γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός, -ή, -ό

  • αυτός που έχει υποστεί ωραία επεξεργασία με μόλυβδο υπό φωτιά και με πέλεκυ

Σημειώσεις

η λέξη αναφέρεται στο σχετικό γλωσσικό γύμνασμα γλωσσοδέτη: εκκλησιά μολυβδωτή γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή, που ανάγεται στην εποχή που ο τρούλος καλυπτόταν με μολυβδόφυλλα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.