καντηλέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καντηλέρι τα καντηλέρια
      γενική
    αιτιατική το καντηλέρι τα καντηλέρια
     κλητική καντηλέρι καντηλέρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καντηλέρι < μεσαιωνική ελληνική καντηλέρι < βενετική candelier / ιταλική candeliere < λατινική candela < candeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kand- (λάμπω)

Ουσιαστικό

καντηλέρι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.