καμπαρντίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπαρντίνα οι καμπαρντίνες
      γενική της καμπαρντίνας των καμπαρντινών
    αιτιατική την καμπαρντίνα τις καμπαρντίνες
     κλητική καμπαρντίνα καμπαρντίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια λευκή καμπαρντίνα.
Ύφασμα καμπαρντίνα.

Ετυμολογία

καμπαρντίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gabardine[1] [2] με αποηχηροποίηση [ɡ] > [k] [3] + κατάληξη θηλυκού < ισπανική gabardina < gabán + tabardina[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.baɾˈdi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμπαρντίνα

Ουσιαστικό

καμπαρντίνα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) αδιάβροχο ένδυμα / πανωφόρι
  2. (ύφασμα) είδος υφάσματος με διαγώνια ύφανση ή πλέξη
     δείτε καμπαρντινέ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. καμπαρντίνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. καμπαρντίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.