καμπαρντινούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμπαρντινούλα | οι | καμπαρντινούλες |
| γενική | της | καμπαρντινούλας | — | |
| αιτιατική | την | καμπαρντινούλα | τις | καμπαρντινούλες |
| κλητική | καμπαρντινούλα | καμπαρντινούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπαρντινούλα < καμπαρντίνα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
καμπαρντινούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.