καλπασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλπασμός οι καλπασμοί
      γενική του καλπασμού των καλπασμών
    αιτιατική τον καλπασμό τους καλπασμούς
     κλητική καλπασμέ καλπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλπασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλπασμός < αρχαία ελληνική καλπάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /kal.paˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλπασμός

Ουσιαστικό

ο καλπασμός του αλόγου

καλπασμός αρσενικό

  1. ο γρήγορος βηματισμός του αλόγου με τα μπροστινά πόδια να σηκώνονται πιο ψηλά
     συνώνυμα: τριποδισμός
  2. (μεταφορικά) η αλματώδης αύξηση, η γρήγορη πορεία προς ένα στόχο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλπασμός οἱ καλπασμοί
      γενική τοῦ καλπασμοῦ τῶν καλπασμῶν
      δοτική τῷ καλπασμ τοῖς καλπασμοῖς
    αιτιατική τὸν καλπασμόν τοὺς καλπασμούς
     κλητική ! καλπασμέ καλπασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλπασμώ
γεν-δοτ τοῖν  καλπασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλπασμός < (αρχαία ελληνική καλπάζω) καλπασ- + -μός < κάλπη (τρεχάλα)[1]

Ουσιαστικό

καλπασμός αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κάλπη

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.