καλπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλπάζω < αρχαία ελληνική καλπάζω
Ρήμα
καλπάζω
- (για άλογο) τρέχω, ιππεύω ορμητικά
- ※ Τ' άλογο έσκυψε μια φορά τ' ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχτυα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- (μεταφορικά) αυξάνομαι, αναπτύσσομαι με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σημειώνω μια αλματώδη αλλαγή
- καλπάζει ο ευρωσκεπτικισμός
- (μεταφορικά) οργιάζω, αφθονώ
- καλπάζει η φαντασία της
Συνώνυμα
- διποδίζω
- τριποδίζω
- εξελίσσομαι
- εκτινάσσομαι
- φουντώνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.