καλοδεχάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοδεχάμενος | η | καλοδεχάμενη | το | καλοδεχάμενο |
| γενική | του | καλοδεχάμενου | της | καλοδεχάμενης | του | καλοδεχάμενου |
| αιτιατική | τον | καλοδεχάμενο | την | καλοδεχάμενη | το | καλοδεχάμενο |
| κλητική | καλοδεχάμενε | καλοδεχάμενη | καλοδεχάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοδεχάμενοι | οι | καλοδεχάμενες | τα | καλοδεχάμενα |
| γενική | των | καλοδεχάμενων | των | καλοδεχάμενων | των | καλοδεχάμενων |
| αιτιατική | τους | καλοδεχάμενους | τις | καλοδεχάμενες | τα | καλοδεχάμενα |
| κλητική | καλοδεχάμενοι | καλοδεχάμενες | καλοδεχάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοδεχάμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος καλοδέχομαι, καλοδεχούμενος με μεταπλασμό της κατάληξης -ούμενος σε -άμενος. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + το παρωχημένο δεχάμενος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.ðeˈxa.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐δε‐χά‐με‐νος
Μετοχή
καλοδεχάμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (λογοτεχνικό, σπάνιο) άλλη μορφή του καλοδεχούμενος
Μεταφράσεις
καλοδεχάμενος
|
Πηγές
- καλοδεχάμενος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.