καλοδεχούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοδεχούμενος η καλοδεχούμενη το καλοδεχούμενο
      γενική του καλοδεχούμενου της καλοδεχούμενης του καλοδεχούμενου
    αιτιατική τον καλοδεχούμενο την καλοδεχούμενη το καλοδεχούμενο
     κλητική καλοδεχούμενε καλοδεχούμενη καλοδεχούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοδεχούμενοι οι καλοδεχούμενες τα καλοδεχούμενα
      γενική των καλοδεχούμενων των καλοδεχούμενων των καλοδεχούμενων
    αιτιατική τους καλοδεχούμενους τις καλοδεχούμενες τα καλοδεχούμενα
     κλητική καλοδεχούμενοι καλοδεχούμενες καλοδεχούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλοδεχούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος καλοδέχομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + δεχούμενος (δέχομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo.ðeˈxu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοδεχούμενος

Μετοχή

καλοδεχούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  • που γίνεται δεκτό με ευχαρίστηση, με καλή διάθεση
    1. σε μιά παρέα ή σε ένα σπίτι
      Είναι πολύ αγαπητός σε όλους και πάντα καλοδεχούμενος στην παρέα μας.
    2. (γενικότερα)
      Κάθε παρατήρησή σας είναι καλοδεχούμενη και πάντα συμβάλλει στη βελτίωση του λεξικού μας.

Συνώνυμα

  • καλώς εκόπιασες, καλώς εκοπιάσατε

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.