γρύλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρύλος οι γρύλοι
      γενική του γρύλου των γρύλων
    αιτιατική τον γρύλο τους γρύλους
     κλητική γρύλε γρύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρύλος < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) γρύλλος.

Ουσιαστικό

γρύλος αρσενικό

Το έντομο γρύλος.
Γρύλος για ανύψωση αυτοκινήτου.
  1. (έντομο) είδος ορθόπτερου εντόμου, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο
    το καλοκαίρι είχε πολλούς γρύλους στο χωριό και χαιρόμασταν να τους ακούμε
  2. Ανυψωτικό μηχάνημα.
    έφεραν έναν γρύλο για να αλλάξουν λάστιχο στο αυτοκίνητο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.