καλαμίνθη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλαμίνθη αἱ καλαμίνθαι
      γενική τῆς καλαμίνθης τῶν καλαμινθῶν
      δοτική τῇ καλαμίνθ ταῖς καλαμίνθαις
    αιτιατική τὴν καλαμίνθην τὰς καλαμίνθᾱς
     κλητική ! καλαμίνθη καλαμίνθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλαμίνθ
γεν-δοτ τοῖν  καλαμίνθαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαμίνθη < κάλαμος + μίνθη[1] [2] ή προελληνική [2]

Ουσιαστικό

καλαμίνθη θηλυκό

  • κᾰλᾰ́μινθος

Πηγές

  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
3. καλαμίνθη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.