μέντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέντα οι μέντες
      γενική της μέντας
    αιτιατική τη μέντα τις μέντες
     κλητική μέντα μέντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μέντα.

Ετυμολογία

μέντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική menta < λατινική menta / mentha < αρχαία ελληνική μίνθη

Ουσιαστικό

μέντα θηλυκό

  1. (φυτό, βότανο) αρωματικό ποώδες φυτό της οικογένειας των χειλανθών, με φαρμακευτικές και γαστρονομικές ιδιότητες και χρήσεις
     συνώνυμα: μίνθη
  2. (γαστρονομία) ποτό, καραμέλα που έχει αρωματιστεί με μέντα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.