συνάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνάνθρωπος | οι | συνάνθρωποι |
| γενική | του | συνανθρώπου & συνάνθρωπου |
των | συνανθρώπων |
| αιτιατική | τον | συνάνθρωπο | τους | συνανθρώπους |
| κλητική | συνάνθρωπε | συνάνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνάνθρωπος < μεσαιωνική ελληνική συνάνθρωπος[1] (σε κείμενα του 15ου αιώνα)[2]. Επίσης, έχει χαρακτηρισθεί[3] ως μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Mitmensch. Δείτε και τα αρχαία ελληνικά συνανθρωπέω, συνανθρωπεύομαι, συνανθρώπισις. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + άνθρωπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈnan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νάν‐θρω‐πος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐άν‐θρω‐πος
Συνώνυμα
- ο πλησίον
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συνάνθρωπος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- συνάνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.