κακοβουλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοβουλία οι κακοβουλίες
      γενική της κακοβουλίας των κακοβουλιών
    αιτιατική την κακοβουλία τις κακοβουλίες
     κλητική κακοβουλία κακοβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοβουλία < ελληνιστική κοινή κακοβουλία

Ουσιαστικό

κακοβουλία θηλυκό

  1. το να επιθυμεί ή να επιδιώκει κάποιος το κακό κάποιου άλλου
  2. η κακή πρόθεση

Αντώνυμα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.