καισαροβασιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καισαροβασιλικός η καισαροβασιλική το καισαροβασιλικό
      γενική του καισαροβασιλικού της καισαροβασιλικής του καισαροβασιλικού
    αιτιατική τον καισαροβασιλικό την καισαροβασιλική το καισαροβασιλικό
     κλητική καισαροβασιλικέ καισαροβασιλική καισαροβασιλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καισαροβασιλικοί οι καισαροβασιλικές τα καισαροβασιλικά
      γενική των καισαροβασιλικών των καισαροβασιλικών των καισαροβασιλικών
    αιτιατική τους καισαροβασιλικούς τις καισαροβασιλικές τα καισαροβασιλικά
     κλητική καισαροβασιλικοί καισαροβασιλικές καισαροβασιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καισαροβασιλικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική kaiserlich-königlich (κυριολεκτικά: αυτοκρατορικόςβασιλικός). Διαφορετική η χρήση της φράσης kaiserlich und königlich (αυτοκρατορικός και βασιλικός).  δείτε τις λέξεις καισαρικός και βασιλικός

Επίθετο

καισαροβασιλικός, -ή, -ό

  • (ιστορία, παρωχημένο) χαρακτηρισμός σε επωνυμίες κρατικών υπηρεσιών και φορέων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας
      […] υπό Αθανασίου Σταγειρίτου, Καθηγητού της Ελληνικής γλώσσης εν τη εν Βιέννη της Αουϛρίας Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών γλωσσών
    από τα στοιχεία έκδοσης του βιβλίου Βίος Θεμιστοκλέους του Αθηναίου. Συλλεχθείς εκ πολλών Συγγραφέων, και παραφρασθείς εις την απλουςέραν Ελληνικήν γλώσσαν. Βιέννη, 1819.[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη· πρόσβαση: 2020.06.26.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.