καισαρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καισαρικός η καισαρική το καισαρικό
      γενική του καισαρικού της καισαρικής του καισαρικού
    αιτιατική τον καισαρικό την καισαρική το καισαρικό
     κλητική καισαρικέ καισαρική καισαρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καισαρικοί οι καισαρικές τα καισαρικά
      γενική των καισαρικών των καισαρικών των καισαρικών
    αιτιατική τους καισαρικούς τις καισαρικές τα καισαρικά
     κλητική καισαρικοί καισαρικές καισαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καισαρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

καισαρικός, -ή, ό

  1. που αναφέρεται στον καίσαρα
  2. (ιστορία) (παρωχημένο) που αναφέρεται στον αυτοκράτορα (από τη γερμανική λέξη kaiserlich)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.