καισαρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καισαρικός | η | καισαρική | το | καισαρικό |
| γενική | του | καισαρικού | της | καισαρικής | του | καισαρικού |
| αιτιατική | τον | καισαρικό | την | καισαρική | το | καισαρικό |
| κλητική | καισαρικέ | καισαρική | καισαρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καισαρικοί | οι | καισαρικές | τα | καισαρικά |
| γενική | των | καισαρικών | των | καισαρικών | των | καισαρικών |
| αιτιατική | τους | καισαρικούς | τις | καισαρικές | τα | καισαρικά |
| κλητική | καισαρικοί | καισαρικές | καισαρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καισαρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
καισαρικός, -ή, ό
- που αναφέρεται στον καίσαρα
- (ιστορία) (παρωχημένο) που αναφέρεται στον αυτοκράτορα (από τη γερμανική λέξη kaiserlich)
- → δείτε τη λέξη καισαροβασιλικός
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.