καθορισμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθορισμένα < καθορισμένος + -α
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καθορισμένα
|
|
Επίρρημα
καθορισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καθορισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.