ακαθόριστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακαθόριστο | τα | ακαθόριστα |
| γενική | του | ακαθόριστου & ακαθορίστου |
των | ακαθόριστων & ακαθορίστων |
| αιτιατική | το | ακαθόριστο | τα | ακαθόριστα |
| κλητική | ακαθόριστο | ακαθόριστα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακαθόριστο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακαθόριστος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indétermination)
Μεταφράσεις
ακαθόριστο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακαθόριστο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακαθόριστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.