προκαθορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκαθορίζω < προ- + καθορίζω (καθ- ορίζω), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prédeterminer[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ka.θoˈɾi.zo/

Ρήμα

προκαθορίζω, αόρ.: προκαθόρισα, παθ.φωνή: προκαθορίζομαι, π.αόρ.: προκαθορίστηκα, μτχ.π.π.: προκαθορισμένος

  1. καθορίζω εκ των προτέρων
  2. προδιαγράφω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.