προκαθορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκαθορίζω < προ- + καθορίζω (καθ- ορίζω), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prédeterminer[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.θoˈɾi.zo/
Ρήμα
προκαθορίζω, αόρ.: προκαθόρισα, παθ.φωνή: προκαθορίζομαι, π.αόρ.: προκαθορίστηκα, μτχ.π.π.: προκαθορισμένος
- καθορίζω εκ των προτέρων
- προδιαγράφω
Συγγενικά
- προκαθορισμένος
- προκαθορισμός
- → και δείτε τις λέξεις καθορίζω και ορίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προκαθορίζω | προκαθόριζα | θα προκαθορίζω | να προκαθορίζω | προκαθορίζοντας | |
| β' ενικ. | προκαθορίζεις | προκαθόριζες | θα προκαθορίζεις | να προκαθορίζεις | προκαθόριζε | |
| γ' ενικ. | προκαθορίζει | προκαθόριζε | θα προκαθορίζει | να προκαθορίζει | ||
| α' πληθ. | προκαθορίζουμε | προκαθορίζαμε | θα προκαθορίζουμε | να προκαθορίζουμε | ||
| β' πληθ. | προκαθορίζετε | προκαθορίζατε | θα προκαθορίζετε | να προκαθορίζετε | προκαθορίζετε | |
| γ' πληθ. | προκαθορίζουν(ε) | προκαθόριζαν προκαθορίζαν(ε) |
θα προκαθορίζουν(ε) | να προκαθορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προκαθόρισα | θα προκαθορίσω | να προκαθορίσω | προκαθορίσει | ||
| β' ενικ. | προκαθόρισες | θα προκαθορίσεις | να προκαθορίσεις | προκαθόρισε | ||
| γ' ενικ. | προκαθόρισε | θα προκαθορίσει | να προκαθορίσει | |||
| α' πληθ. | προκαθορίσαμε | θα προκαθορίσουμε | να προκαθορίσουμε | |||
| β' πληθ. | προκαθορίσατε | θα προκαθορίσετε | να προκαθορίσετε | προκαθορίστε | ||
| γ' πληθ. | προκαθόρισαν προκαθορίσαν(ε) |
θα προκαθορίσουν(ε) | να προκαθορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προκαθορίσει | είχα προκαθορίσει | θα έχω προκαθορίσει | να έχω προκαθορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προκαθορίσει | είχες προκαθορίσει | θα έχεις προκαθορίσει | να έχεις προκαθορίσει | έχε προκαθορισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει προκαθορίσει | είχε προκαθορίσει | θα έχει προκαθορίσει | να έχει προκαθορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προκαθορίσει | είχαμε προκαθορίσει | θα έχουμε προκαθορίσει | να έχουμε προκαθορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προκαθορίσει | είχατε προκαθορίσει | θα έχετε προκαθορίσει | να έχετε προκαθορίσει | έχετε προκαθορισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν προκαθορίσει | είχαν προκαθορίσει | θα έχουν προκαθορίσει | να έχουν προκαθορίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προκαθορισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προκαθορισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προκαθορισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προκαθορισμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προκαθορίζομαι | προκαθοριζόμουν(α) | θα προκαθορίζομαι | να προκαθορίζομαι | ||
| β' ενικ. | προκαθορίζεσαι | προκαθοριζόσουν(α) | θα προκαθορίζεσαι | να προκαθορίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | προκαθορίζεται | προκαθοριζόταν(ε) | θα προκαθορίζεται | να προκαθορίζεται | ||
| α' πληθ. | προκαθοριζόμαστε | προκαθοριζόμαστε προκαθοριζόμασταν |
θα προκαθοριζόμαστε | να προκαθοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προκαθορίζεστε | προκαθοριζόσαστε προκαθοριζόσασταν |
θα προκαθορίζεστε | να προκαθορίζεστε | (προκαθορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προκαθορίζονται | προκαθορίζονταν προκαθοριζόντουσαν |
θα προκαθορίζονται | να προκαθορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προκαθορίστηκα | θα προκαθοριστώ | να προκαθοριστώ | προκαθοριστεί | ||
| β' ενικ. | προκαθορίστηκες | θα προκαθοριστείς | να προκαθοριστείς | προκαθορίσου | ||
| γ' ενικ. | προκαθορίστηκε | θα προκαθοριστεί | να προκαθοριστεί | |||
| α' πληθ. | προκαθοριστήκαμε | θα προκαθοριστούμε | να προκαθοριστούμε | |||
| β' πληθ. | προκαθοριστήκατε | θα προκαθοριστείτε | να προκαθοριστείτε | προκαθοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | προκαθορίστηκαν προκαθοριστήκαν(ε) |
θα προκαθοριστούν(ε) | να προκαθοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προκαθοριστεί | είχα προκαθοριστεί | θα έχω προκαθοριστεί | να έχω προκαθοριστεί | προκαθορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προκαθοριστεί | είχες προκαθοριστεί | θα έχεις προκαθοριστεί | να έχεις προκαθοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προκαθοριστεί | είχε προκαθοριστεί | θα έχει προκαθοριστεί | να έχει προκαθοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προκαθοριστεί | είχαμε προκαθοριστεί | θα έχουμε προκαθοριστεί | να έχουμε προκαθοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προκαθοριστεί | είχατε προκαθοριστεί | θα έχετε προκαθοριστεί | να έχετε προκαθοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προκαθοριστεί | είχαν προκαθοριστεί | θα έχουν προκαθοριστεί | να έχουν προκαθοριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προκαθορισμένος - είμαστε, είστε, είναι προκαθορισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προκαθορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προκαθορισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προκαθορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προκαθορισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προκαθορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προκαθορισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
προκαθορίζω
Αναφορές
- προκαθορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.