αυτοκαθορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοκαθορίζω | αυτοκαθόριζα | θα αυτοκαθορίζω | να αυτοκαθορίζω | αυτοκαθορίζοντας | |
| β' ενικ. | αυτοκαθορίζεις | αυτοκαθόριζες | θα αυτοκαθορίζεις | να αυτοκαθορίζεις | αυτοκαθόριζε | |
| γ' ενικ. | αυτοκαθορίζει | αυτοκαθόριζε | θα αυτοκαθορίζει | να αυτοκαθορίζει | ||
| α' πληθ. | αυτοκαθορίζουμε | αυτοκαθορίζαμε | θα αυτοκαθορίζουμε | να αυτοκαθορίζουμε | ||
| β' πληθ. | αυτοκαθορίζετε | αυτοκαθορίζατε | θα αυτοκαθορίζετε | να αυτοκαθορίζετε | αυτοκαθορίζετε | |
| γ' πληθ. | αυτοκαθορίζουν(ε) | αυτοκαθόριζαν αυτοκαθορίζαν(ε) |
θα αυτοκαθορίζουν(ε) | να αυτοκαθορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοκαθόρισα | θα αυτοκαθορίσω | να αυτοκαθορίσω | αυτοκαθορίσει | ||
| β' ενικ. | αυτοκαθόρισες | θα αυτοκαθορίσεις | να αυτοκαθορίσεις | αυτοκαθόρισε | ||
| γ' ενικ. | αυτοκαθόρισε | θα αυτοκαθορίσει | να αυτοκαθορίσει | |||
| α' πληθ. | αυτοκαθορίσαμε | θα αυτοκαθορίσουμε | να αυτοκαθορίσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοκαθορίσατε | θα αυτοκαθορίσετε | να αυτοκαθορίσετε | αυτοκαθορίστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοκαθόρισαν αυτοκαθορίσαν(ε) |
θα αυτοκαθορίσουν(ε) | να αυτοκαθορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοκαθορίσει | είχα αυτοκαθορίσει | θα έχω αυτοκαθορίσει | να έχω αυτοκαθορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοκαθορίσει | είχες αυτοκαθορίσει | θα έχεις αυτοκαθορίσει | να έχεις αυτοκαθορίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοκαθορίσει | είχε αυτοκαθορίσει | θα έχει αυτοκαθορίσει | να έχει αυτοκαθορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοκαθορίσει | είχαμε αυτοκαθορίσει | θα έχουμε αυτοκαθορίσει | να έχουμε αυτοκαθορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοκαθορίσει | είχατε αυτοκαθορίσει | θα έχετε αυτοκαθορίσει | να έχετε αυτοκαθορίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοκαθορίσει | είχαν αυτοκαθορίσει | θα έχουν αυτοκαθορίσει | να έχουν αυτοκαθορίσει |
| |
Μεταφράσεις
αυτοκαθορίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.