αυτοκαθορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοκαθορίζω < αυτο- + καθορίζω

Ρήμα

αυτοκαθορίζω (παθητική φωνή: αυτοκαθορίζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.