προκαθορισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προκαθορισμός οι προκαθορισμοί
      γενική του προκαθορισμού των προκαθορισμών
    αιτιατική τον προκαθορισμό τους προκαθορισμούς
     κλητική προκαθορισμέ προκαθορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκαθορισμός < προκαθορίζω (προκαθορισ-) + -μός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ka.θo.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προκαθορισμός

Ουσιαστικό

προκαθορισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.