εγκαινιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκαινιάζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐγκαινιάζω < ελληνιστική κοινή ἐγκαινίζω < ἐγκαίνια [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟe.niˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκαινιάζω
παλιότερος συλλαβισμός: εγκαινιάζω

Ρήμα

εγκαινιάζω, αόρ.: εγκαινίασα, παθ.φωνή: εγκαινιάζομαι, π.αόρ.: εγκαινιάστηκα/(εγκαινιάσθηκα), μτχ.π.π.: εγκαινιασμένος

  1. κηρύσσω την έναρξη λειτουργίας ιδρύματος, καταστήματος, οργανισμού με επίσημη εκδήλωση
  2. θέτω για πρώτη φορά σε εφαρμογή κάτι, χρησιμοποιώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά
  3. (οικείο) χρησιμοποιώ πρώτος, ξεκινάω τη χρήση κάποιου πράγματος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.