καθιέρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθιέρωση οι καθιερώσεις
      γενική της καθιέρωσης* των καθιερώσεων
    αιτιατική την καθιέρωση τις καθιερώσεις
     κλητική καθιέρωση καθιερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθιερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθιέρωση < αρχαία ελληνική καθιέρωσις

Ουσιαστικό

καθιέρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του καθιερώνω, το να δίνεις για πρώτη φορά σε κάτι χαρακτήρα θεσμού
    η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους
     συνώνυμα: εγκαθίδρυση
  2. η αναγνώριση από το ευρύ κοινό
  3. τα εγκαίνια ναού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.