καθιέρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθιέρωση | οι | καθιερώσεις |
| γενική | της | καθιέρωσης* | των | καθιερώσεων |
| αιτιατική | την | καθιέρωση | τις | καθιερώσεις |
| κλητική | καθιέρωση | καθιερώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθιερώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθιέρωση < αρχαία ελληνική καθιέρωσις
Ουσιαστικό
καθιέρωση θηλυκό
- η ενέργεια του καθιερώνω, το να δίνεις για πρώτη φορά σε κάτι χαρακτήρα θεσμού
- η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους
- ≈ συνώνυμα: εγκαθίδρυση
- η αναγνώριση από το ευρύ κοινό
- τα εγκαίνια ναού
Μεταφράσεις
καθιέρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.