θεσπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεσπίζω < αρχαία ελληνική θεσπίζω (προφητεύω, λέω θεϊκά λόγια) < θέσπις < θεός + ἔσπον / εἶπον (σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική sancio[1])

Ρήμα

θεσπίζω, πρτ.: θέσπιζα, στ.μέλλ.: θα θεσπίσω, αόρ.: θέσπισα, παθ.φωνή: θεσπίζομαι, μτχ.π.π.: θεσπισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.