θεσπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θεσπίζω < αρχαία ελληνική θεσπίζω (προφητεύω, λέω θεϊκά λόγια) < θέσπις < θεός + ἔσπον / εἶπον (σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική sancio[1])
Ρήμα
θεσπίζω, πρτ.: θέσπιζα, στ.μέλλ.: θα θεσπίσω, αόρ.: θέσπισα, παθ.φωνή: θεσπίζομαι, μτχ.π.π.: θεσπισμένος
Συγγενικά
- αθέσπιστος
- θεσπέσιος
- θέσπιση
- θέσπισμα
- θεσπισμένος
- θεσπισμός
- προθεσπίζω
- προθέσπισμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεσπίζω | θέσπιζα | θα θεσπίζω | να θεσπίζω | θεσπίζοντας | |
| β' ενικ. | θεσπίζεις | θέσπιζες | θα θεσπίζεις | να θεσπίζεις | θέσπιζε | |
| γ' ενικ. | θεσπίζει | θέσπιζε | θα θεσπίζει | να θεσπίζει | ||
| α' πληθ. | θεσπίζουμε | θεσπίζαμε | θα θεσπίζουμε | να θεσπίζουμε | ||
| β' πληθ. | θεσπίζετε | θεσπίζατε | θα θεσπίζετε | να θεσπίζετε | θεσπίζετε | |
| γ' πληθ. | θεσπίζουν(ε) | θέσπιζαν θεσπίζαν(ε) |
θα θεσπίζουν(ε) | να θεσπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θέσπισα | θα θεσπίσω | να θεσπίσω | θεσπίσει | ||
| β' ενικ. | θέσπισες | θα θεσπίσεις | να θεσπίσεις | θέσπισε | ||
| γ' ενικ. | θέσπισε | θα θεσπίσει | να θεσπίσει | |||
| α' πληθ. | θεσπίσαμε | θα θεσπίσουμε | να θεσπίσουμε | |||
| β' πληθ. | θεσπίσατε | θα θεσπίσετε | να θεσπίσετε | θεσπίστε | ||
| γ' πληθ. | θέσπισαν θεσπίσαν(ε) |
θα θεσπίσουν(ε) | να θεσπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θεσπίσει | είχα θεσπίσει | θα έχω θεσπίσει | να έχω θεσπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θεσπίσει | είχες θεσπίσει | θα έχεις θεσπίσει | να έχεις θεσπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θεσπίσει | είχε θεσπίσει | θα έχει θεσπίσει | να έχει θεσπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεσπίσει | είχαμε θεσπίσει | θα έχουμε θεσπίσει | να έχουμε θεσπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θεσπίσει | είχατε θεσπίσει | θα έχετε θεσπίσει | να έχετε θεσπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θεσπίσει | είχαν θεσπίσει | θα έχουν θεσπίσει | να έχουν θεσπίσει |
| |
Μεταφράσεις
- θεσπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.