καθαλάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαλάτωση οι καθαλατώσεις
      γενική της καθαλάτωσης* των καθαλατώσεων
    αιτιατική την καθαλάτωση τις καθαλατώσεις
     κλητική καθαλάτωση καθαλατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαλατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαλάτωση < καθ- + αλάτι + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incrustation[1])

Ουσιαστικό

καθαλάτωση θηλυκό

  1. το φαινόμενο της εναπόθεσης, υπό μορφή σκληρού φλοιού (κρούστας), στερεών ουσιών αλάτων στα τοιχώματα δοχείων όπου βράζεται νερό ή άλλο διάλυμα αλάτων
  2. (συνεκδοχικά) πουρί, άλατα

Μεταφράσεις

  1. καθαλάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.