καθαλάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθαλάτωση | οι | καθαλατώσεις |
| γενική | της | καθαλάτωσης* | των | καθαλατώσεων |
| αιτιατική | την | καθαλάτωση | τις | καθαλατώσεις |
| κλητική | καθαλάτωση | καθαλατώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθαλατώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθαλάτωση < καθ- + αλάτι + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incrustation[1])
Ουσιαστικό
καθαλάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
- καθαλάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.