αφαλάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφαλάτωση | οι | αφαλατώσεις |
| γενική | της | αφαλάτωσης* | των | αφαλατώσεων |
| αιτιατική | την | αφαλάτωση | τις | αφαλατώσεις |
| κλητική | αφαλάτωση | αφαλατώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφαλατώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφαλάτωση < αφαλατώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dessalement)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.faˈla.to.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φα‐λά‐τω‐ση
Ουσιαστικό
αφαλάτωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαλατώνω, η διαδικασία αφαίρεσης του αλατιού από το (θαλασσινό) νερό, ώστε να γίνει πόσιμο ή και για άλλες χρήσεις
Μεταφράσεις
αφαλάτωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.