ημικίονας
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Το Παλάτσο Maffei στη Βερόνα· προσέξτε τους ημικίονες ανάμεσα στα παράθυρα του πρώτου ορόφου
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ημικίονας | οι | ημικίονες |
| γενική | του | ημικίονα | των | ημικιόνων |
| αιτιατική | τον | ημικίονα | τους | ημικίονες |
| κλητική | ημικίονα | ημικίονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημικίονας < (καθαρεύουσα) ημικίων < ημι- + κίων
Ουσιαστικό
ημικίονας αρσενικό
Μεταφράσεις
ημικίονας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.