κιβδηλοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κιβδηλοποιός | οι | κιβδηλοποιοί |
| γενική | του/της | κιβδηλοποιού | των | κιβδηλοποιών |
| αιτιατική | τον/την | κιβδηλοποιό | τους/τις | κιβδηλοποιούς |
| κλητική | κιβδηλοποιέ | κιβδηλοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιβδηλοποιός < κίβδηλ(ος) + -ο- + -ποιός
Μεταφράσεις
κιβδηλοποιός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.