νοθεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
νοθεύω
<
ελληνιστική κοινή
νοθεύω
Προφορά
ΔΦΑ
: /
noˈθe.vo
/
Ρήμα
νοθεύω
ανακατεύω
ένα προϊόν με άλλο, κατώτερης ποιότητας και τιμής, προκειμένου να ωφεληθώ οικονομικά εις βάρος του αγοραστή
νοθεύω
το ελαιόλαδο με ηλιέλαιο
παραποιώ
μια ιδέα, μια κατάσταση κ.λπ. εισάγοντας ξένα ή ακατάλληλα στοιχεία
νοθεύω
το αποτέλεσμα των εκλογών
Συγγενικά
νοθεία
νοθευτής
Μεταφράσεις
νοθεύω
γαλλικά
:
frelater
(fr)
ιταλικά
:
adulterare
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.