κεντήστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεντήστρα οι κεντήστρες
      γενική της κεντήστρας των κεντηστρών
    αιτιατική την κεντήστρα τις κεντήστρες
     κλητική κεντήστρα κεντήστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεντήστρα < κεντώ κεντησ- + κατάληξη θηλυκού -τρα. Δείτε την ελληνιστική κοινή κεντητής (κατασκευαστής μωσαϊκών)

Ουσιαστικό

κεντήστρα θηλυκό και κεντήτρα, κεντήτρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.