υποϊστοσελίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποϊστοσελίδα οι υποϊστοσελίδες
      γενική της υποϊστοσελίδας των υποϊστοσελίδων
    αιτιατική την υποϊστοσελίδα τις υποϊστοσελίδες
     κλητική υποϊστοσελίδα υποϊστοσελίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

υπο- + ιστοσελίδα

Ουσιαστικό

υποϊστοσελίδα θηλυκό - (πληροφορική)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.