Κόρινθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κόρινθος | ||
| γενική | της | Κορίνθου | ||
| αιτιατική | την | Κόρινθο | ||
| κλητική | Κόρινθε (Κόρινθο) | |||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κόρινθος < αρχαία ελληνική Κόρινθος < προελληνική *kar (κορυφή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾin.θos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐ριν‐θος
Συγγενικά
-
Κόρινθος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.