istmo

Εσπεράντο (eo)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική istmoistmoj
αιτιατική istmonistmojn

Ετυμολογία

istmo < istm- + -o

Ουσιαστικό

istmo (eo)



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
istmo istmos

Ουσιαστικό

istmo (es) αρσενικό



Ιταλικά (it)

ενικός πληθυντικός
istmo istmi

Ουσιαστικό

istmo (it) αρσενικό



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
istmo istmos

Ουσιαστικό

istmo (pt) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.