ιπποδρομιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιπποδρομιακός | η | ιπποδρομιακή | το | ιπποδρομιακό |
| γενική | του | ιπποδρομιακού | της | ιπποδρομιακής | του | ιπποδρομιακού |
| αιτιατική | τον | ιπποδρομιακό | την | ιπποδρομιακή | το | ιπποδρομιακό |
| κλητική | ιπποδρομιακέ | ιπποδρομιακή | ιπποδρομιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιπποδρομιακοί | οι | ιπποδρομιακές | τα | ιπποδρομιακά |
| γενική | των | ιπποδρομιακών | των | ιπποδρομιακών | των | ιπποδρομιακών |
| αιτιατική | τους | ιπποδρομιακούς | τις | ιπποδρομιακές | τα | ιπποδρομιακά |
| κλητική | ιπποδρομιακοί | ιπποδρομιακές | ιπποδρομιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιπποδρομιακός < ιπποδρομία + -ακός
Επίθετο
ιπποδρομιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ιππόδρομο και τις ιπποδρομίες ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Εγκρίθηκε η τροπολογία για το ιπποδρομιακό στοίχημα (εφ. Το Βήμα, 17.04.2019)
Συγγενικά
- ιπποδρομιακά
- → δείτε τις λέξεις ιππόδρομος, ίππος και δρόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.