στοίχημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοίχημα τα στοιχήματα
      γενική του στοιχήματος των στοιχημάτων
    αιτιατική το στοίχημα τα στοιχήματα
     κλητική στοίχημα στοιχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοίχημα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στοίχημα ουδέτερο

  • ένα ρίσκο που παίρνει κάποιος αποβλέποντας σε κάποιο κέρδος


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.