τροπολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τροπολογία | οι | τροπολογίες |
| γενική | της | τροπολογίας | των | τροπολογιών |
| αιτιατική | την | τροπολογία | τις | τροπολογίες |
| κλητική | τροπολογία | τροπολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τροπολογία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική amendement < ελληνιστική τροπολογία (αλληγορική έκφραση, κάτι που λέγεται με άλλο τρόπο)
Ουσιαστικό
τροπολογία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διατύπωση με διαφορετικό λεκτικό ή με διαφορετικές λεπτομέρειες
- (νομικός όρος) το σύντομο κείμενο που εισάγεται σε σχέδιο νόμου και επιφέρει τροποποιήσεις ή συμπληρώνει ήδη υπάρχοντα νόμο
Μεταφράσεις
τροπολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.