τροπολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπολογία οι τροπολογίες
      γενική της τροπολογίας των τροπολογιών
    αιτιατική την τροπολογία τις τροπολογίες
     κλητική τροπολογία τροπολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροπολογία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική amendement < ελληνιστική τροπολογία (αλληγορική έκφραση, κάτι που λέγεται με άλλο τρόπο)

Ουσιαστικό

τροπολογία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διατύπωση με διαφορετικό λεκτικό ή με διαφορετικές λεπτομέρειες
  2. (νομικός όρος) το σύντομο κείμενο που εισάγεται σε σχέδιο νόμου και επιφέρει τροποποιήσεις ή συμπληρώνει ήδη υπάρχοντα νόμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.