ιπποδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιπποδρομικός | η | ιπποδρομική | το | ιπποδρομικό |
| γενική | του | ιπποδρομικού | της | ιπποδρομικής | του | ιπποδρομικού |
| αιτιατική | τον | ιπποδρομικό | την | ιπποδρομική | το | ιπποδρομικό |
| κλητική | ιπποδρομικέ | ιπποδρομική | ιπποδρομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιπποδρομικοί | οι | ιπποδρομικές | τα | ιπποδρομικά |
| γενική | των | ιπποδρομικών | των | ιπποδρομικών | των | ιπποδρομικών |
| αιτιατική | τους | ιπποδρομικούς | τις | ιπποδρομικές | τα | ιπποδρομικά |
| κλητική | ιπποδρομικοί | ιπποδρομικές | ιπποδρομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιπποδρομικός < ελληνιστική κοινή ἱπποδρομικός
Επίθετο
ιπποδρομικός
- άλλη μορφή του ιπποδρομιακός
- ※ Αλλάζει χέρια το Ιπποδρομικό Στοίχημα (newsbomb.gr 19 Οκτ 2015)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ιππόδρομος, ίππος και δρόμος
Μεταφράσεις
ιπποδρομικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.