ιπποδρομιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ιπποδρομιακά < ιπποδρομιακός + -ά
Επίρρημα
ιπποδρομιακά
- όσον αφορά τον ιππόδρομο ή / και τις ιπποδρομίες
- ※ Ακόμη, πέρα από σειρά ατελειών, ασαφειών, ελλείψεων και αντιφάσεων, το σχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις που έχουν ρητά καταργηθεί από τον ισχύοντα νόμο και έρχονται σε αντίθεση με βέλτιστες πρακτικές που ισχύουν σε ανεπτυγμένες ιπποδρομιακά χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. (iefimerida.gr, 13.04.2018)
Μεταφράσεις
ιπποδρομιακά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.