ιππόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιππόδρομος | οι | ιππόδρομοι |
| γενική | του | ιπποδρόμου & ιππόδρομου |
των | ιπποδρόμων |
| αιτιατική | τον | ιππόδρομο | τους | ιπποδρόμους & ιππόδρομους |
| κλητική | ιππόδρομε | ιππόδρομοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιππόδρομος αρσενικό
- σύνολο εγκαταστάσεων που προορίζονται για τη διεξαγωγή ιπποδρομιών
- άλλες μορφές: ιπποδρόμιο
- (συνεκδοχικά) οι ιπποδρομίες και τα στοιχήματα των θεατών
- το πάθος του είναι ο ιππόδρομος· έχει χάσει εκεί όλη την περιουσία του
Μεταφράσεις
ιππόδρομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
